- πάτει
- πατέωeatpres imperat act 2nd sg (attic epic)πατέωeatimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατεῖ — πατέομαι eat pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) πατέω eat pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) πατέω eat pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мну — мнёшь, инф. мять, укр. мну, м᾽яти, мняти, цслав. мьнѫ, мѧти, болг. мъна мну (Младенов 310), словен. meti, manem тереть , др. чеш. mnu, mieti, слвц. mnem, mät᾽, польск. mnę, miąc давить, мять . Ср. также гумно. Родственно лит. mìnti, minù… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
σκουλήκι — το / σκουλήκιν, ΝΜ ζώο με μαλακό επίμηκες, ασπόνδυλο και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα, ο σκώληκας (α. «το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν τού δένδρου», Καρκβ. β. «σκουλήκια νὰ τὸ φάσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ζωολ. α) γενική κοινή… … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
men-2 — men 2 English meaning: to step, tread over, press Deutsche Übersetzung: “treten, zertreten, zusammendrũcken” Material: O.Ind. carma mnüs nom. pl. “Gerber”; Eol. μάτεισαι “tretende” (*μάτημι), ματεῖ πατεῖ Hes., Denom. from a mn̥… … Proto-Indo-European etymological dictionary